- ἀδιαλείπτου
- ἀδιάλειπτοςunintermittingmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ευφημία — Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Ε. η μεγαλομάρτυρας. Πέθανε με μαρτυρικό θάνατο επί Διοκλητιανού. Η μνήμη της τιμάται στις 16 Σεπτεμβρίου. 2. Ε. η μάρτυρας. Η μνήμη της τιμάται στις 4 Ιανουαρίου. * * * η (ΑΜ εὐφημία) [εύφημος]… … Dictionary of Greek
συνεχολογία — η, Ν (φιλοσ.) θεωρία σχετικά με την ιδιότητα τού συνεχούς και τού αδιάλειπτου τών όντων αλλά και τών όσων συμβαίνουν στον κόσμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < συνεχής + λογία*. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Νικ. Κοτζιά] … Dictionary of Greek